χειλικός

χειλικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στα χείλη.
2. (γραμμ.), «χειλικοί φθόγγοι», λέγονται οι φθόγγοι που εκφωνούνται με το σχηματισμό φραγμού με τα χείλη κατά την εκπνοή, όπως συμβαίνει με τους φθόγγους π, β, φ, b.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χείλος («χειλικές παθήσεις») 2. φρ. «χειλικοί φθόγγοι» γραμμ. οι φθόγοι π, β, φ και μπ, που προφέρονται με φραγμό τών χειλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Μ, μ — Το δωδέκατο γράμμα του ελληνικού και του λατινικού αλφαβήτου (μι, αρχαίο ελληνικό μυ κατά το επόμενο νυ, και μω κατά το ρω). Προέρχεται από το σημιτικό wi ή W που παρίστανε τον φθόγγο mem (= νερό), ο οποίος είχε την ίδια φωνητική αξία με το… …   Dictionary of Greek

  • Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… …   Dictionary of Greek

  • χειλόφωνα — τα οι χειλικοί φθόγγοι· βλ. χειλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”