- χειλικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στα χείλη.2. (γραμμ.), «χειλικοί φθόγγοι», λέγονται οι φθόγγοι που εκφωνούνται με το σχηματισμό φραγμού με τα χείλη κατά την εκπνοή, όπως συμβαίνει με τους φθόγγους π, β, φ, b.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.